Το ρωσικό εμπάργκο δοκιμασία αλλά και
πρόκληση για αλλαγές
Του
Γιώργου Κανέλλη*
Η υπόθεση των οικονομικών κυρώσεων ΕΕ και ΗΠΑ κατά της
Ρωσίας και τα αντίμετρα εκ μέρους αυτής έχουν πράγματι σοβαρές επιπτώσεις σε
ευαίσθητα προϊόντα της αγροτικής μας παραγωγής.
Το πρώτο που πρέπει να έχουμε υπόψη είναι ότι δεν μπορεί να
προβλεφθεί η διάρκεια της εμπορικής αυτής σύγκρουσης, δεδομένου ότι είναι
αποτέλεσμα μια ευρύτερης και με αβέβαια έκβαση διαμάχης για την τελική διεθνή
ένταξη της Ουκρανίας, μιας χώρας σημαντικής σε έκταση, πληθυσμό, αγροτικό
δυναμικό, ιδίως σε ότι αφορά την παραγωγή δημητριακών, αλλά και γεωγραφικής
θέσης όσον αφορά την διέλευση αγωγών αερίου. Μια σύντομη διευθέτησή της δεν
μοιάζει ιδιαίτερα πιθανή. Από την άλλη όμως εξίσου δεν φαίνεται πιθανή μια διατήρηση
επί έτη της συγκρουσιακής κατάστασης, με
δεδομένο το μεγάλο εύρος της αλληλεξάρτησης Ευρώπης, Αμερικής και Ρωσίας.
Επομένως κραυγές για αλλαγή στρατηγικού προσανατολισμού και
γεωπολιτικών συμμαχιών της χώρας μας χάριν της ρωσικής αγοράς για τα φρούτα μας,
είναι τόσο εκτός πραγματικότητας όσο και το περίφημο όσο και γελοίο εκείνο
«δεξιότερα Κουροπάτκιν» που είχε απευθύνει σε ρώσο στρατηγό ελληνική εφημερίδα
το 1904, κατά τη διάρκεια του ρωσοϊαπωνικού πολέμου.
Ούτε στοιχεία ψευδούς συνείδησης τύπου «θρησκευτικά
ομόδοξοι» και τα συναφή επιτρέπεται να έχουν θέση στην ανάλυσή μας. Μεγάλες
δυνάμεις όπως η Ρωσία, κινούνται με βάση ψυχρή στάθμιση των συμφερόντων τους
και όχι θρησκευτικού τύπου συναισθηματισμούς (άλλο το κατά πόσο προσπαθούν να
τους πουλήσουν σε χρήσιμους ηλίθιους). Η συμπεριφορά της έναντι των κυπριακών
αιτημάτων για δάνειο θα έπρεπε να έχει διαλύσει τις αυταπάτες.
Ελέγχουμε την
κατάσταση, μειώνουμε τη ζημιά
Επομένως εμείς στη Δυτική Ελλάδα, ως περιφέρεια που
πλήττεται από το ρωσικό εμπάργκο (φράουλες, ακτινίδια, ψάρια), τι κάνουμε;
Μπορούμε να χωρίσουμε τις κινήσεις σε δύο κατηγορίες:
-
τι ζητούμε από την Κυβέρνηση
-
τι κάνουμε εμείς να θωρακίσουμε τον πρωτογενή μας τομέα
από προβλήματα απώλειας εξαγωγικών διεξόδων
1. Το αίτημα για εξαίρεση φραουλών, ακτινιδίων και ψαριών
από τα περιλαμβανόμενα στο εμπάργκο μέτρα ορθά τίθεται αλλά ας μην έχουμε
ελπίδες ότι η Ρωσία θα συναινέσει.
2. Χρειάζεται να ασκήσουμε συνεχή πίεση στην Κυβέρνηση για
την κάλυψη των απωλειών με αποζημιώσεις ευρωπαϊκές και εθνικές. Κανένα προϊόν
που ήταν προς εξαγωγή δεν πρέπει να εξαιρεθεί από την καταβολή αποζημιώσεων,
αφού καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξαγωγή του σε άλλες αγορές.
3. Λαμβάνουμε κάθε δυνατό μέτρο για την διατήρηση σε ψυγεία
των προϊόντων που δεν θα προωθηθούν στην ρωσική αγορά ώστε να κερδηθεί χρόνος
για ανεύρεση άλλων διεξόδων έστω και μερικού χαρακτήρα.
4. Διατηρούμε την ψυχραιμία μας και δεν αφήνουμε τις πάγιες
επενδύσεις στα δύο κυρίως πληττόμενα προϊόντα να απαξιωθούν. Όπως προαναφέραμε,
η ουκρανική κρίση μπορεί να μην είναι θέμα εβδομάδων, πολύ δύσκολα όμως θα
μπορούσε να κρατήσει επί έτη.
Χτίζουμε προϋποθέσεις
μακροχρόνιας αντοχής
Πιο μακροχρόνια πως πρέπει να συμπεριφερθούμε;
Με δεδομένο ότι η εξάρτησή μας από την ρωσική αγορά είναι
80% της παραγωγής για τις φράουλες και 35% για τα ακτινίδια, η μείωση της
εξάρτησης, από αυτή, ιδίως για την φράουλα, επιβάλλεται να επιδιωχθεί είτε με
εμπάργκο είτε χωρίς αυτό, λόγω και μόνο του υψηλού ποσοστού εξάρτησης. Όμως δεν
μπορούμε να υποτιμούμε και τη σοβαρή δυσχέρεια που προκύπτει από το γεγονός ότι
η συγκεκριμένη ποικιλία που καλλιεργείται στην Ηλεία προτιμάται στη Ρωσία, αλλά
όχι στις ευρωπαϊκές αγορές.
Επιπλέον και πέραν αυτών, μόνη απάντηση στις διακυμάνσεις των
εξωτερικών αγορών είναι ο γενικότερος εκσυγχρονισμός και διαφοροποίηση
(διεύρυνση της γκάμας δραστηριοτήτων) καθώς και βελτίωση των ποιοτικών
χαρακτηριστικών του πρωτογενούς μας τομέα.
Ζήτημα πρώτης επιλογής είναι να λάβουμε μέτρα αύξησης της
κτηνοτροφικής παραγωγής, στην οποία είμαστε σοβαρά ελλειμματικοί όσον αφορά την
κάλυψη των αναγκών της εσωτερικής αγοράς (καλύπτουμε κάτω από το 1/3 των
αναγκών μας πχ σε μοσχαρίσιο κρέας), και αυτό αποτελεί την κυριότερη αιτία για
το ετήσιο έλλειμμα του ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων μας που ανέρχεται σε
σταθερά σε πάνω από ένα δισεκατομμύριο ευρώ τα τελευταία χρόνια.
Αλλά και σε ότι αφορά την φυτική παραγωγή, με περισσότερη
οργάνωση και σχεδιασμό, με καλύτερη συνεργασία υπηρεσιών της περιφέρειας και
ομάδων παραγωγών, με προώθηση πρακτικών συμβολαιακής γεωργίας είναι εφικτό να
κάνουμε σοβαρά βήματα για την αναγκαία διαφοροποίηση της παραγωγής μας.
Τόσο δύσκολο είναι, για παράδειγμα να παράγουμε τα δικά μας
όσπρια και να σταματήσουμε να εισάγουμε ρεβίθια από το Μεξικό;
*Περιφερειακός
Σύμβουλος Δυτ. Ελλάδας – Επικεφαλής της Οικολογικής Δυτικής Ελλάδας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου