Η απλή
αλήθεια για τους υδρογονάνθρακες στη Δ. Ελλάδα
Του Κώστα Παπακωνσταντίνου*
Η αντικειμενική ενημέρωση είναι πιο
δυσεύρετη από τους ίδιους τους υδρογονάνθρακες στη Δ. Ελλάδα. Εμείς θα
επιχειρήσουμε να αναφέρουμε τα δεδομένα όσο πιο αντικειμενικά γίνεται, αφήνοντας,
προσωρινά, στην άκρη τις θεμελιώδεις διαφωνίες μας για τα ορυκτά καύσιμα. Στη
σημερινή κατάσταση, θα φαινόταν ως κοινωνική αγνωμοσύνη το να απορρίψουμε εξ
αρχής την ελπίδα ότι ίσως οι υδρογονάνθρακες αποτελέσουν μελλοντικό δημοσιονομικό
μαξιλαράκι.
Έχουμε, λοιπόν:
Α. Δεν ανακαλύφθηκε κάποιος κρυμμένος
θησαυρός. Τα πιθανά κοιτάσματα της Δ. Ελλάδας είναι γνωστά εδώ και δεκαετίες - ασύμφορα
στις εταιρίες λόγω κόστους. Απλά, σήμερα, λόγω καλύτερων τιμών πετρελαίου και
αερίου και χάρη στις νέες τεχνολογίες εξόρυξης, πιθανολογείται οριακή
κερδοφορία.
Β. Υδρογονάνθρακες βρίσκονται μόνο
με γεωτρήσεις. Γεωτρήσεις δεν έχουν γίνει ακόμη. Έχουμε μόνο, σε κάποια σημεία,
την τρισδιάστατη χαρτογράφηση (με «σεισμικές έρευνες») προκειμένου να δούμε πού
αξίζει τον κόπο να «τρυπήσουμε». Τα πολυδιαφημισμένα γεωτρύπανα που «πιάνουν
δουλειά» είναι για να εντοπίσουν, όχι για να αντλήσουν πετρέλαιο- άρα,
περιμένουμε.
Γ. Τα πεδία σε Πατραϊκό και Κατάκολο έχουν ερευνηθεί
ξανά στο παρελθόν χωρίς να προκύψει επενδυτικό ενδιαφέρον. Η ενεργοποίηση των
νέων αδειών οφείλεται στην επιμονή του κ. Μανιάτη, και όχι σε πρωτοβουλία επενδυτών.
Εδώ προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα: μήπως, ακόμη και με ανεβασμένες τιμές, τα
κοιτάσματα αυτά θα παρέμεναν κάτω από το όριο της κερδοφορίας; Μήπως το «κέρδος»
των επενδυτών συνδέεται με μια προσδοκώμενη απαλλαγή από το κόστος
αποκατάστασης των περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιπτώσεων από τις εξορύξεις; Η
Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων που παρουσιάστηκε στο Περιφερειακό
Συμβούλιο ήταν προχειρότατη και ανεπαρκέστατη – δείχνοντας από τώρα απροθυμία
ελέγχου.
Δ. Το οικονομικό όφελος θα προκύψει
από τον Περιφερειακό Φόρο 5% επί των κερδών από την
εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων (άρθρο 161 του Ν. 4001/2011). Πόσο είναι αυτό;
Ας δεχτούμε το πιο αισιόδοξο σενάριο, δηλαδή 200 εκ. βαρέλια πετρέλαιο
(σύμφωνα με τον κ. Μανιάτη) για 25 χρόνια εκμετάλλευσης (όπως λέει η σύμβαση), με
κέρδος από 40 έως 75 δολάρια ανά βαρέλι (άρα 2 έως 3,7 δολάρια περιφερειακός
φόρος), χωρίς αυξημένο κόστος λόγω σεισμικότητας, βάθους και αυστηρότερων
μέτρων πρόληψης. Οι Περιφέρειες Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου θα λαμβάνουν 16 – 30
εκ. δολάρια το χρόνο, περίπου 12 – 22,5 εκ. €. Άρα, σε κάθε Περιφέρεια αναλογούν
8 έως 11,25 εκ. € το χρόνο στο πιο εξωπραγματικά αισιόδοξο σενάριο (το, δε,
όφελος για τον κρατικό προϋπολογισμό από τον αντίστοιχα φόρο 20% είναι 48 – 70 εκ. € το χρόνο). Κάτι είναι κι
αυτό, αλλά όχι η μαγική λύση που διαφημίζεται.
Ε. Ο κίνδυνος από τις θαλάσσιες εξορύξεις
στα πεδία του Κατακόλου και του Πατραϊκού είναι ιδιαίτερα μεγάλος. Αυτά βρίσκονται
ανάμεσα σε τρία εθνικά πάρκα και σε άλλες διεθνούς σημασίας περιοχές για τη
βιοποικιλότητα. Βρίσκονται, επίσης, ανάμεσα σε κορυφαίες τουριστικές παραλίες
και εφάπτονται της σημαντικότερης περιοχής υδατοκαλλιεργειών στην Ελλάδα. Και
αυτά, σε μια περιοχή με αυξημένο κίνδυνο λόγω έντονης σεισμικής δραστηριότητας. Άραγε, οι συμφωνίες με τους επενδυτές εξασφαλίζουν
ότι αυτοί θα πληρώσουν σε περίπτωση ατυχήματος; Έχουν συμπεριλάβει τη νέα Κοινοτική Οδηγία για την
υπεράκτια εκμετάλλευση πετρελαίου και φυσικού αερίου (η οποία
δεν έχει καν μπει σε διαβούλευση στη χώρα μας);
Και δεν είναι μόνο η περίπτωση ατυχήματος. Υπάρχουν τα δαπανηρά καθημερινά
μέτρα παρακολούθησης - πρόληψης (περιπολίες, σταθμοί παρακολούθησης, πλωτά
φράγματα κ.λπ.). Έχει εξασφαλιστεί ότι αυτή η δαπάνη θα βαρύνει τον επενδυτή
και όχι το Δημόσιο;
Μια άλλη επίπτωση της υπόθεσης των
υδρογονανθράκων είναι ότι επανέρχεται το παραμύθι του «εύκολου πλουτισμού».
Αντί να εστιάσουμε σε νέους στόχους όπως η παραγωγική ανασυγκρότηση και η
εξοικονόμηση πόρων, μπαίνουμε ξανά στον πειρασμό να «πιάσουμε την καλή».
Θύμα αυτού του μεγαλοϊδεατισμού
είναι και κάποιες αξιόλογες εναλλακτικές προοπτικές: «Μικροκοιτάσματα» αερίου στη
ΒΔ Πελοπόννησο, χωρίς ενδιαφέρον για μεγάλους επενδυτές, θα μπορούσαν να
αξιοποιηθούν τοπικά για θέρμανση θερμοκηπίων εκμηδενίζοντας το κόστος παραγωγής.
Ποιος, όμως, θα ενδιαφερθεί για τον «ταπεινό» πρωτογενή τομέα, όταν όλοι
προσδοκούν «μεγάλες δουλειές»;
Περ. Σύμβουλος, επικεφαλής της
Οικολογικής Δυτικής Ελλάδας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου