Παρότι ως χώρος της πολιτικής
οικολογίας, ως παράταξη αλλά και προσωπικά έχουμε ασχοληθεί εκτενώς με τις πυρκαγιές
τόσο του 2007 όσο και τις φετινές σε Αιγιάλεια και Ηλεία, δεν χρησιμοποιήσαμε
το θέμα ούτε για προβολή ούτε για αντιπολιτευτικούς λόγους. Γνωρίζουμε ότι η
κρίσιμη περίοδος –της υπεύθυνης παρέμβασης- μόλις τώρα αρχίζει. Άλλωστε, οι
καταστροφικές πυρκαγιές είναι αποτέλεσμα δεκαετιών στρεβλών επιλογών ανάπτυξης και
θα ήταν άδικο να απομονώσουμε σημερινές «ευθύνες» για κάτι που, φυσικά, δεν αποτελεί
Ελληνική ιδιαιτερότητα αφού όλες οι μεσογειακές χώρες αλλά και οι περιοχές με
μεσογειακό κλίμα (Αυστραλία, Καλιφόρνια, Νότια Αφρική) αντιμετωπίζουν τα ίδια
προβλήματα.
Δεν είναι, λοιπόν, ώρα για αντιπαραθέσεις. Οφείλουμε να πάρουμε ορθές αποφάσεις, ενώ έχουμε και την ευκαιρία να βελτιώσουμε τα πράγματα σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε πριν την πυρκαγιά και να κατευθύνουμε τους πόρους της ανασυγκρότησης στην σωστή κατεύθυνση.
Οφείλουμε να καταλάβουμε τι αληθινά φταίει για τις καταστροφικές πυρκαγιές. Διότι όσοι πιστεύουν ότι πρόκειται για ένα «ατύχημα» σε έναν κατά τα άλλα τέλειο κόσμο ζουν σε πλάνη. Όση αστυνόμευση και όσα κατασταλτικά μέσα και εάν διαθέτουμε δεν πρόκειται να αποτρέψουμε μελλοντικές καταστροφικές πυρκαγιές εάν δεν εστιάσουμε στο τι λέει ο επιστημονικός κόσμος. Όταν λέμε «επιστημονικός κόσμος» δεν μιλάμε γενικά: Αναφερόμαστε σε δύο βασικές επιστήμες ΔΑΣΟΛΟΓΙΑ και ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ, δηλαδή τον κλάδο της ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ που ασχολείται με τα οικοσυστήματα. Εδώ εντοπίζεται και ένα από τα δύο που από την πρώτη στιγμή ζητήσαμε από τον Περιφερειάρχη: Να ζητηθεί η συμβολή από αυτούς τους κλάδους και να μην κυριαρχήσουν πάλι οι μηχανικοί στα «think tanks».
Ο λόγος, λοιπόν, για τον οποίο οι άλλοτε «αθώες» μεσογειακές πυρκαγιές (οι οποίες όχι μόνο δεν απειλούσαν, αλλά και ήταν μέσο ανανέωσης της φύσης και συχνά χρησιμοποιούταν από τον άνθρωπο, π.χ. για ανανέωση βοσκότοπων) σήμερα εξελίσσονται σε καταστροφικά πύρινα μέτωπα είναι η δραματική και απότομη αλλαγή χρήσεων γης τις τελευταίες δεκαετίες. Και ιδίως ο (κυριολεκτικά) θανατηφόρος συνδυασμός της εγκατάλειψης των παραδοσιακών χρήσεων από την μια (κυρίως καλλιέργειας και βόσκησης) ταυτόχρονα με την οικιστική ανάπτυξη από την άλλη (οικισμοί και εκτός σχεδίου δόμηση).
Από την στιγμή που η ύπαιθρος εγκαταλείφτηκε, το
παραδοσιακό μεσογειακό πολιτιστικό τοπίο, εκείνο το γραφικό, ποικίλο αγροτο-κτηνοτροφικό
μωσαϊκό, αφέθηκε να μετατραπεί σε ένα ενιαίο «χαλί» από εύφλεκτη βλάστηση.
Τα κενά που άλλοτε αντιστοιχούσαν σε χωράφια, αμπέλια και βοσκοτόπια, και που
λειτουργούσαν ως φυσικές αντιπυρικές ζώνες, καλύφθηκαν με θάμνους και πεύκα ή
φυτεύτηκαν με ελιές (οι οποίες είναι λιγότερο απαιτητικές στην καλλιέργειά
τους).
Σαν να μην έφτανε αυτό, η γη γύρω από τους οικισμούς απέκτησε μεγάλη αξία ως οικόπεδα, με μοναδικό σκοπό την κατοικία (παραθεριστική ή μόνιμη). Τώρα, πλέον, γύρω από τις κατοικίες η γη όχι μόνο δεν καλλιεργείται αλλά τα δέντρα, συχνά πεύκα και ευκάλυπτοι, αφήνονται να μεγαλώσουν ή φυτεύονται. Έτσι, σήμερα έχουμε το πρωτόγνωρο φαινόμενο κατοικιών και οικισμών περιτριγυρισμένα από εύφλεκτη βλάστηση.
Η επέκταση των οικισμών στη φύση και η ολέθρια εκτός σχεδίου δόμηση εκθέτουν ολοένα περισσότερους ανθρώπους και περιουσίες στον κίνδυνο ολοκαυτώματος (αυξάνουν την λεγόμενη "ζώνη μίξης δασών - οικισμών" - wildland-urban interface, η οποία αρχίζουν επιτέλους να αντιλαμβάνονται ότι αποτελεί «το πρόβλημα» στην Καλιφόρνια και στην Αυστραλία). Έτσι οι απλές μεσογειακές φωτιές που είτε έσβηναν εύκολα ή, σε κάθε περίπτωση, δεν απειλούσαν ζωές και περιουσίες, σήμερα γίνονται επικίνδυνα ολοκαυτώματα.
Τι σημαίνουν αυτά για τις δικές μας πολιτικές αποφάσεις;
Πρώτον, το ολοκαύτωμα
αποφεύγεται μόνο στερώντας του καύσιμη ύλη. Για αυτό πρέπει να επαναφέρουμε το
παραδοσιακό πολυσχιδές πολιτιστικό τοπίο της Μεσογείου, το οποίο, με τα διάκενα
και την τακτική απομάκρυνση της εύφλεκτης βιομάζας, είναι προσαρμοσμένο στις
πυρκαγιές και (για αυτό) δεν κινδυνεύει από ολοκαύτωμα. Για αυτό ενθαρρύνουμε
τις παραδοσιακές χρήσεις γης: Εκτατική γεωργία και κτηνοτροφία, μικρούς
κλήρους, ποικίλες καλλιέργειες (π.χ. παραδοσιακούς αμπελώνες και διάφορες
μονοετείς καλλιέργειες - όχι μόνο εύφλεκτους ελαιώνες).
Δεύτερον, οι καταστροφές σε ανθρώπινες ζωές και περιουσίες αποφεύγονται μόνο αν μειώσουμε την λεγόμενη "ζώνη μίξης δασών - οικισμών", δηλαδή περιορίσουμε την άναρχη δόμηση, την εκτός σχεδίου δόμηση, την οικοπεδοποίηση.
Άρα η βασική αρχή που πρέπει να διέπει
την πολιτική μας για την αποκατάσταση των καμένων περιοχών είναι η
ανασυγκρότηση, αναζωογόνηση της υπαίθρου. Κάθε οικογένεια στο χωριό ζωντανεύει
την γη και στερεί πιθανότητες από ολοκαύτωμα. Κάθε αμπέλι αποτελεί την τέλεια
αντιπυρική ζώνη. Άρα δεν πρέπει να δεσμευτούν πόροι μόνο για αποκατάσταση υποδομών
και περιουσιών αλλά για αγροτική ανασυγκρότηση. ΠΡΟΣΟΧΗ: Η αναζωογόνηση της
υπαίθρου δεν σημαίνει οικιστική ανάπτυξη και δρόμους. Τα χωράφια πρέπει να
είναι χωράφια, όχι οικόπεδα. Αλλιώς θα έχουμε τα αντίθετα αποτελέσματα.
Β. Σημεία που πρέπει να προσέξουμε στον «μετα-πυρικό» προγραμματισμό
Θα εστιάσουμε σε κάποιες κρίσιμες παραμέτρους της αποκατάστασης των καμένων περιοχών, ιδίως στο πώς πρέπει να αξιοποιηθούν οι πόροι, τόσο οι τακτικοί, όσο και οι έκτακτοι, δημόσιοι και ιδιωτικοί. Η αποζημίωση και αποκατάσταση περιουσιών και υποδομών είναι εκ των ων ουκ άνευ προφανής προτεραιότητα. Δεν ισχύει όμως το ίδιο με την λεγόμενη «οικολογική καταστροφή», για την οποία ακούστηκαν πολλές ανακρίβειες και σκόπιμα διαστρεβλωμένες θεωρίες από καιροσκόπους που προσδοκούν επεμβάσεις στις καμένες περιοχές.
Οφείλουμε συνεπώς, να θυμίσουμε τα εξής:
Οι μηχανισμοί αναγέννησης βρίσκονται εξ αρχής μέσα στο καμένο οικοσύστημα. Όσο απογοητευτική και αν είναι η εικόνα μιας καμένης περιοχής, σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για «νεκρή ζώνη». Η δυναμική διαδικασία της φυσικής αναγέννησης αρχίζει την επόμενη μέρα. Δισεκατομμύρια σπόροι πεύκων, λαδανιάς και άλλων φυτών αντέχουν τις υψηλές θερμοκρασίες, επιβιώνουν από την πυρκαγιά πάνω στα καμένα φυτά και αρχίζουν να σκορπίζονται. Χιλιάδες καμένα φυτά παραμένουν ζωντανά στο υπόγειο τμήμα τους και σύντομα βγάζουν πρεμνοβλαστήματα. Αρκετοί φαινομενικά νεκροί κορμοί θα γεμίσουν βλαστούς την ερχόμενη άνοιξη. Χιλιάδες έντομα και μικρά σπονδυλωτά επιβιώνουν κάτω από το έδαφος και αμέσως αρχίζουν να θα φέρνουν φρέσκο χώμα στην επιφάνεια. Σε αυτά προστίθενται οι πολλοί άκαυτοι θύλακες, αφού καμία πυρκαγιά δεν προκαλεί ολοκληρωτική καταστροφή: Πάντα απομένουν μεμονωμένα δέντρα, τμήματα δάσους ή άλλη βλάστηση που ξεφεύγουν από τις φλόγες και αποτελούν «κιβωτούς του Νώε» για την χλωρίδα και πανίδα η οποία θα εποικίσει ξανά την καμένη περιοχή. Όσο πιο υγιές και θαλερό ήταν το δάσος που κάηκε, τόσο ευκολότερα θα ανακάμψει από μόνο του. Ο χρόνος που απαιτείται εξαρτάται από πολλές παραμέτρους. Γενικά, όμως, μπορούμε να πούμε ότι μια περίοδος 15-20 ετών είναι αρκετή για να θεωρήσουμε ένα καμένο δάσος «ασφαλές», ενώ συχνά, αν όλα πάνε καλά, μπορούμε να «χαλαρώσουμε» την αυστηρή εποπτεία μετά από περίοδο 3-5 χρόνων.
Ας έχουμε, επίσης, υπόψη τις παρακάτω πικρές διαπιστώσεις από την παρακολούθηση πολλών πυρκαγιών από το 2007 και μετά. :
Α. Σοβαρές καταστροφές γίνονται και μετά την πυρκαγιά. Καταστροφή άκαυτων θυλάκων και «μικρο-ενδιαιτημάτων», καταστροφή φυσικής αναγέννησης από ποδοπάτημα ή σκάψιμο (για αντιπλημμυρικά, φυτεύσεις κ.λπ.), απομάκρυνση καμένων δέντρων προτού ρίξουν σπόρους, επιτάχυνση της διάβρωσης λόγω καταστροφής του εδάφους, παρεμπόδιση εποικισμού από γειτονικές άκαυτες περιοχές, θανάτωση ζώων που κατέφυγαν σε γειτονικές περιοχές, καταστροφή πηγών νερού, διάνοιξη νέων δρόμων, αλλαγές χρήσης γης, εισβολή ξενικών ειδών είναι μερικές μόνο από τις καταστροφές που λαμβάνουν χώρα στο καμένο δάσος από την δράση συνεργείων ή μεμονωμένων ατόμων. Αυτό συχνά είναι αστοχία λόγω υπερβάλλοντα ζήλου να φανεί έργο, σε συνδυασμό με την άγνοια ότι το δάπεδο του καμένου δάσους είναι ολοζώντανο πεδίο οικολογικής διαδοχής. Συχνά, όμως, πρόκειται για δράση καιροσκόπων που βρίσκουν ευκαιρία για λαθροχειρίες (καταπατήσεις, διανοίξεις δρόμων, κοπή πολύτιμης ξυλείας, όπως δρυς) ή για να καρπωθούν κονδύλια χωρίς έλεγχο.
Αρκετές καταστροφικές επεμβάσεις λαμβάνουν χώρα κατά τις αμέσως επόμενες ημέρες μετά την πυρκαγιά. Ωστόσο, η πραγματικά κρίσιμη περίοδος αρχίζει όταν τα φώτα της δημοσιότητας έχουν τραβηχτεί και τα συνεργεία πιάνουν δουλειά: Λάθος αναδασώσεις, κοπή ζωντανών δέντρων, διάνοιξη δρόμων, καταστροφή κι άλλων άκαυτων θυλάκων, τσαλαπάτημα ή όργωμα της γης που έχει ζωντανέψει και πολυάριθμες άλλες επεμβάσεις που είτε καταστρέφουν ή κατασπαταλούν πολύτιμους πόρους χωρίς λόγο.
Β. Άλλο πράγμα η αποκατάσταση ή ενίσχυση φυσικών διεργασιών και παραδοσιακών χρήσεων γης και άλλο η αλλαγή χρήσης γης. Η αποκατάσταση μιας καμένης περιοχής αποτελεί όντως ευκαιρία να διορθωθούν λάθη του παρελθόντος που οδήγησαν στο ολοκαύτωμα. Αυτό δεν σημαίνει εισαγωγή νέων χρήσεων γης και νέων «ειδών χλωρίδας» αλλά αναβίωση και ενίσχυση παραδοσιακών δραστηριοτήτων και (υφιστάμενων) οικολογικών διαδικασιών. Για παράδειγμα, η ενίσχυση της παραδοσιακής γεωργίας (π.χ. κίνητρα για να καλλιεργηθούν ξανά εγκαταλελειμμένα χωράφια) και η επιλεκτική στήριξη της βελανιδιάς στον φυσικό ανταγωνισμό της με το πεύκο (π.χ. ειδικό κλάδεμα των πρεμνοβλαστημάτων ώστε να ψηλώσουν γρήγορα, παράλληλα με αραίωση στα πευκάκια) δεν αλλάζουν τον χαρακτήρα της περιοχής - απλά αποκαθιστούν ένα παραδοσιακό αγροτικό τοπίο, ανθεκτικό στην πυρκαγιά. Αυτό δεν έχει σχέση με την εισαγωγή νέων δραστηριοτήτων (π.χ. τουριστικές υποδομές, κατοικίες, νέοι δρόμοι) και νέων ειδών φυτών που «δεν καίγονται». Φυσικά, δεν είναι πάντα εύκολο να διαχωρίσουμε τι είναι «φυσικό» και τι όχι, ενώ δεν γίνεται να αποκλειστεί εντελώς η φύτευση ειδικών φυτών δίπλα από ανθρώπινες εγκαταστάσεις. Πρέπει, όμως, να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί στις πάμπολλες δήθεν «έξυπνες» καινοτομίες που προτείνονται σωρηδόν.
Γ. Υπάρχει πληθώρα δράσεων που μπορούν να γίνουν, όχι μόνο οι στερεότυπες «αναδασώσεις» και «αντιπλημμυρικά. Ανόρθωση, κλάδεμα, αραίωση, ειδικές φυτεύσεις, περίφραξη, πότισμα, φύλαξη φυσικής αναγέννησης, εποπτεία (π.χ. για βόσκηση, επεμβάσεις κ.λπ.), προστασία άκαυτων θυλάκων και «μικρο-ενδιαιτημάτων», τεχνητές θέσεις φωλιάσματος δασικών ειδών, παρακολούθηση του εποικισμού της καμένης περιοχής (π.χ. δημιουργία και συντήρηση πράσινων διαδρόμων μέσα από κατοικημένες ή καλλιεργημένες περιοχές), τράπεζες σπόρων ντόπιων ειδών είναι μερικές μόνο από τις δράσεις που προσφέρονται για την «οικολογική» αποκατάσταση. Σε αυτές, ως διαχειριστικό μέσο μπορούμε να προσθέσουμε δράσεις για ενίσχυση ελεύθερης κτηνοτροφίας (ποτίστρες, ορεινές καλλιέργειες ζωοτροφών) και γεωργίας (αμπελώνες, αναβαθμίδες, ορεινές καλλιέργειες). Φυσικά, όπως είπαμε, η κτηνοτροφία και η γεωργία είναι κάτι πολύ περισσότερο από διαχειριστικό μέσο και χρειάζονται ευρύτερες πολιτικές ανασυγκρότησης της υπαίθρου (υποδομές, εξοπλισμός και ό,τι άλλο μειώνει το κόστος παραγωγής, ενίσχυση και προβολή των προϊόντων της περιφέρειας κ.λπ.). Απλά να θυμόμαστε ότι αποτελούν ΚΑΙ διαχειριστικό μέτρο.
Δ. Οι δράσεις σωστής αποκατάστασης και οι πόροι πρέπει να δαπανηθούν σε βάθος χρόνου, όχι με μεγάλες δράσεις την πρώτη χρονιά. Όλα τα παραπάνω μας δείχνουν ότι οι σωστές δράσεις όχι μόνο χρειάζονται πολύ χρόνο αλλά και πολλές από αυτές πρέπει να λάβουν χώρα κάμποσα χρόνια μετά την πυρκαγιά. Για παράδειγμα, η ανόρθωση, η αραίωση, το κλάδεμα είναι καλύτερα να γίνουν στα 5 ή παραπάνω χρόνια μετά την πυρκαγιά. Πολλές δράσεις, όπως η φύλαξη ή η εποπτεία για την βόσκηση, χρειάζονται για πάνω από 15 χρόνια. Όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τις μεγάλες υποσχέσεις για ΑΜΕΣΗ αποκατάσταση και την ανάγκη να φανεί ΤΩΡΑ έργο. Έτσι αν έχουμε να δαπανήσουμε, ας πούμε, 100.000 ΕΥΡΩ για μια καμένη περιοχή, αυτά πρέπει να δαπανηθούν σε βάθος χρόνου, αν θέλουμε να πιάσουν τόπο. Αντί για μεγαλόστομες εξαγγελίες και μεγάλες εργολαβίες, καλύτερα να δούμε προγραμματικές συμβάσεις 15 ετών, π.χ. με το τοπικό δασαρχείο, επιστημονικές οργανώσεις ή ομάδες κοινωνίας πολιτών.
Ε. Έλεγχος στην επιλογή των έργων. Η εμπειρία από το «πακέτο Μολυβιάτη» δείχνει ότι ενώ πολλοί πόροι έμειναν αδιάθετοι, πολλές απαραίτητες δράσεις δεν χρηματοδοτήθηκαν. Τα χρήματα ήταν παραπάνω από όσα χρειάζονταν για αποκατάσταση περιουσιών και υποδομών, λίγα όμως για όσα πραγματικά χρειάζονταν για το ζωντάνεμα της υπαίθρου, το οποίο δεν έγινε. Αντίθετα, επιχειρήθηκε να ενταχθούν άσχετα έργα (πολιτιστικά κέντρα, πλατείες, παραλιακοί δρόμοι κ.λπ.) καθώς οι πόροι για την ανασυγκρότηση συχνά δεν είχαν τον έλεγχο που υφίστανται τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα και οι δημόσιες επενδύσεις. Δεν πρέπει να αφήσουμε να επαναληφθεί το ίδιο φαινόμενο. Εδώ βρίσκεται το ΔΕΥΤΕΡΟ που ζητήσαμε αμέσως από τον Περιφερειάρχη ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ και διακομματική και διαπαραταξιακή επιτροπή παρακολούθησης και τελικής επιλογής δράσεων.
Τέλος, πρέπει να εκφράσουμε την έντονη διαφωνία μας με τον ρόλο της Πολιτικής Προστασίας. Δεν είναι μόνο η ανεύθυνη πολιτική των εκκενώσεων, η οποία σε καταστάσεις έντονων ανέμων έχει αποδειχτεί επικίνδυνη (ευτυχώς δεν είχαμε το 2021) και που στις περισσότερες περιπτώσεις απλά αγνοήθηκε.
Κυρίως μας απασχολεί ότι διαμορφώνεται
με ταχείς ρυθμούς ένας κυρίαρχος ρόλος της Πολιτικής Προστασίας, όχι μόνο στο
θέμα των δασικών πυρκαγιών αλλά συνολικά στο ζήτημα της κλιματικής κρίσης. Την
ώρα που ως Περιφέρεια, ως χώρα, ως Ε.Ε., ως πλανήτης οφείλουμε να κοιτάξουμε να
ζωντανέψουμε την ύπαιθρο ώστε να αποκαταστήσουμε το παραδοσιακό αγροτικό οποίο,
όταν πρέπει να σχεδιάσουμε βιώσιμες πόλεις, όταν πρέπει να ανασυστήσουμε τις
οικοσυστημικές λειτουργίας που προστατεύουν από διάβρωση και πλημμύρες, όταν
πρέπει να περιφρουρήσουμε επιλεκτικά τα ορεινά δάση που αποτελούν το φυσικό
κλιματιστικό της Νότας Ελλάδας, όταν πρέπει να κάνουμε συνολικές επιλογές
ανάπτυξης, είναι ανευθυνότητα να νομίζουμε ότι προτεραιότητα είναι να προμηθευτούμε
περισσότερα πυροσβεστικά, να φτιάξουμε ειδικούς κομάντος και, γενικά, να
εστιάσουμε στα συμπτώματα μόνο και όχι στην ίδια την αρρώστια του πλανήτη. Η
Πολιτική προστασία είναι ένα μόνο από τα εργαλεία μας σε αυτό τον αγώνα. Δεν
μπορεί να είναι το «αφεντικό», όπως αφήνουμε να εξελιχθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου