Οικολογική Δυτική
Ελλάδα
Πάτρα 20 Μαΐου 2013
Οιωνοί για το «νέο ΕΣΠΑ»:
- Αντίφαση: άλλα
επικαλούνται, άλλα εφαρμόζουν
- Η κατεύθυνση
των πόρων είναι πολιτική
- Η απατηλή
υπόσχεση της μόχλευσης και των ΣΔΙΤ
- Ενεργοποιήστε
τις υγιείς δυνάμεις της κοινωνίας
- Απογαλακτισμός
από τα μεγάλα έργα
- Αποκέντρωση:
μπορεί και πρέπει
- Τα αδέσποτα
έργα της απορρόφησης: αφήνοντας το ΕΣΠΑ
Μετά το Πρώτο
Περιφερειακό Συνέδριο για την επόμενη προγραμματική περίοδο 2014 – 2020 και την
ημερίδα για την Έξυπνη Εξειδίκευση που έγιναν στην Πάτρα στις 23 και 24
Απριλίου, παρουσιάζουμε τις απόψεις μας σχετικά με τη Σύμβαση Εταιρικής
Σχέσης (ΣΕΣ), η οποία θα έχει τη θέση του «νέου ΕΣΠΑ»,
Περίληψη των επτά βασικών σημείων:
-
Ενώ
όλοι παραδέχονται ότι η διασπορά των πόρων του «νέου ΕΣΠΑ» πρέπει να φτάσει σε
όλη την κοινωνία, σε πολλούς αποδέκτες και να εξασφαλίζει συμπληρωματικότητα
και συνέργεια με άλλες πολιτικές και δράσεις, βλέπουμε να προάγονται αυτόνομες πολιτικές
μεγάλων και απαιτητικών project για λίγους, ενάντια στο συνολικό
κοινωνικό όφελος
-
Αν
αφήσουμε τους «νόμους της αγοράς» και τα «στελέχη από την αγορά» να κατευθύνουν
τους πόρους, θα αποκλείσουμε τις αληθινά κοινωφελείς δράσεις. Η κατεύθυνση των
πόρων και ο σχεδιασμός πρέπει να παραμείνουν μια αμιγώς πολιτική ευθύνη.
-
Οι
διαδικασίες μόχλευσης και οι Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ, που
προωθούνται ευρέως για τη νέα περίοδο) μπορεί μεν να υπόσχονται περισσότερους
πόρους έχουν δε πολλά αρνητικά σημεία όπως το ότι εστιάζουν σε επενδύσεις με
περιορισμένο κοινωνικό αντίκτυπο και συχνά ενάντια στο δημόσιο συμφέρον.
-
Η
διαβούλευση για το σχεδιασμό της επόμενης προγραμματικής περιόδου πρέπει έγκαιρα
να ενεργοποιήσει όλες τις υγιείς δυνάμεις της κοινωνίας και τα ικανά στελέχη στη
διοίκηση και να μην εμπλέκει μόνο τους «καθ’ ύλη αρμόδιους».
-
Η
εμμονή στη λογική των «μεγάλων κατασκευαστικών έργων υποδομής» μπορεί να μας
αποπροσανατολίσει από τις αληθινές προτεραιότητες της επόμενης περιόδου και να
καταστρέψει το σχεδιασμό.
-
Συμφωνούμε
με τις προτάσεις ης ΕΝΠΕ για πλήρη αποκέντρωση στη διαχείριση των ευρωπαϊκών πόρων.
Μολονότι οι δυσκολίες θα είναι πολλές, συνολικά, η κατάσταση θα είναι καλύτερη
από ότι με τον κεντρικό και χωρίς κοινωνικό έλεγχο σχεδιασμό σε Υπουργεία και
Αποκεντρωμένες Διοικήσεις.
-
Η
με κάθε τρόπο και χωρίς σχεδιασμό απορρόφηση με την οποία επιχειρείται να
ολοκληρωθεί το τρέχον ΕΣΠΑ αποτελεί κακό δείγμα γραφής εν όψει του σχεδιασμού
για την επόμενη προγραμματική περίοδο.
Αναλυτικά οι θέσεις μας, στις επόμενες σελίδες
Επτά βασικά σημεία προβληματισμού για το σχεδιασμό για τη
νέα προγραμματική περίοδο 2014 - 2020
Η στρατηγική «Ευρώπη 2020», αποτελεί κοινή απόφαση των
κρατών μελών και οφείλουμε να τη δούμε σοβαρά.
Δεν θα
σταθούμε στο κατά πόσο συμφωνούμε με τη στρατηγική αυτή, ούτε με το τι
«κρύβεται» πίσω από όρους όπως «καινοτομία»,
«έξυπνη εξειδίκευση», «τεχνολογική ανάπτυξη», οι οποίες
φαίνεται να κυριαρχούν. Παραθέτουμε μόνο ορισμένες παρατηρήσεις:
Α. Αντίφαση: άλλες αρχές επικαλείται
η στρατηγική - άλλες πολιτικές προτείνονται
Πικρή είναι η διαπίστωση ότι η πίεση να αυξήσουμε γρήγορα
τον εθνικό μας πλούτο οδηγεί σε πρακτικές που, όχι μόνο υπονομεύουν το μέλλον και
τη βιωσιμότητα της οικονομίας, αλλά αντιστρατεύονται βασικές αρχές της
στρατηγικής που έχουμε μπροστά μας.
Η βασική αντίφαση βρίσκεται στο ότι ενώ από τη μια όλοι
παραδέχονται ότι οι επωφελούμενοι από το «νέο ΕΣΠΑ» πρέπει να είναι πολλοί και
ότι η διασπορά των πόρων πρέπει να φτάσει σε όλη την κοινωνία, από την άλλη
προάγονται τακτικές που ευνοούν λίγους.
Έτσι, τις αναφορές για «αριστεία»,
για να γίνουμε «πρώτοι των πρώτων» (όπως ακούστηκε στην ενδιαφέρουσα ημερίδα
για την «έξυπνη εξειδίκευση») ή για «συνέργεια»
μεταξύ δράσεων, είτε δεν τις εννοούμε στα αλήθεια ή έχουμε στο νου τη στεγνή
οικονομική μεγέθυνση και τα μεγάλα ‘projects (που, εξ ορισμού, αφορούν λίγους)
και όχι τις ανάγκες της κοινωνίας.
Ας δούμε τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα που αναφέρθηκαν
επανειλημμένα στις συναντήσεις:
-
Εταιρίες πληροφορικής και προηγμένης
τεχνολογίας: ως
πολιτική επιλογή, οδηγείται η καινοτομία και η «έξυπνη εξειδίκευση» στη
μεγέθυνση, στις εξαγωγές και στη διεθνή αγορά. Ωστόσο, με αυτό τον τρόπο, όχι
μόνο οδηγούμαστε στην σχεδόν αναπόφευκτη εξαγορά των ντόπιων εταιριών από
διεθνείς (κάτι που ήδη συμβαίνει), αλλά και απομακρύνουμε την έρευνα από
κρίσιμους για την κοινωνία τομείς όπως ο πρωτογενής τομέας, η αντιμετώπιση των
κλιματικών αλλαγών και της διάβρωσης των ακτών και η αντισεισμική προστασία. Γιατί,
λοιπόν, δεν εστιάζουμε σε καινοτομία που αφορά σε αυτά τα κοινωνικά οφέλη και
στις πολλές θέσεις εργασίας που αυτά συνεπάγονται (π.χ. στον κατασκευαστικό
κλάδο), παρά επιδιώκουμε, για παράδειγμα, εξαγώγιμα ανταγωνιστικά προϊόντα
πληροφορικής;
-
Υδατοκαλλιέργειες: ως πολιτική επιλογή, στηρίζονται οι
υδατοκαλλιέργειες επειδή τα οικονομικά - παραγωγικά τους μεγέθη είναι
συντριπτικά μεγαλύτερα σε σχέση με την παράκτια αλιεία ή την αλιεία στις λιμνοθάλασσες.
Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη τις θέσεις εργασίας, τότε οι υδατοκαλλιέργειες δεν
υπερτερούν σοβαρά. Αν, δε, συνυπολογίσουμε – όπως μας ζητά η στρατηγική για τη νέα
προγραμματική περίοδο – συνέργεια με άλλους τομείς, τότε οι υδατοκαλλιέργειες (κλωβοί,
σωροί από ιχθυοτροφές, εικόνα εργοταξίου, συνθήκες εργασίας κ.λπ.) έρχονται σε
ευθεία αντιπαράθεση με τις πολιτικές για τον τουρισμό, το περιβάλλον, τον
πολιτισμό, την παράδοση, την κοινωνική συνοχή. Αντίθετα, αυτές οι ίδιες
πολιτικές συνυπάρχουν και ενισχύονται από την παράκτια αλιεία και την αλιεία
στις λιμνοθάλασσες (ψαροκάικα, λιμανάκια, διβάρια, λιμνοθάλασσες κ.λπ.). Γιατί,
λοιπόν, θριαμβολογούμε για το «δυναμικό» κλάδο της υδατοκαλλιέργειας και απομακρύνουμε
το ενδιαφέρον μας από την παράκτια αλιεία και την αλιεία στις λιμνοθάλασσες;
-
Φράουλες: ως πολιτική επιλογή στηρίζεται
αυτός ο κλάδος επειδή λέγεται ότι αποφέρει 90 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Όλοι
όμως γνωρίζουμε ότι αυτό συμβαίνει μόνο επειδή κρύβουμε κάτω από το χαλί το σοβαρό
περιβαλλοντικό, κοινωνικό και ανθρωπιστικό κόστος, επειδή παραβιάζουμε την
εργατική νομοθεσία και επειδή παραβλέπουμε ότι αυτή η χημική καλλιέργεια θα υποβαθμίσει
χιλιάδες στρέμματα εύφορης αγροτικής γης που θα χρειαστεί για να θρέψει τον
πληθυσμό στο μέλλον. Η καλλιέργεια της φράουλας έρχεται, επίσης, σε ευθεία
αντιπαράθεση με άλλες πολιτικές, όπως αυτή του τουρισμού, αφού στις περιοχές
που καταλαμβάνει (με τα απέραντα θερμοκήπια, πλαστικό, εικόνα εντατικής
εκμετάλλευσης κ.λπ.) δεν μπορεί να συνυπάρξει τουρισμός. Επίσης, δεν έχει σχέση
με τον πολιτισμό και με την παράδοση της περιοχής. Γιατί, λοιπόν, στηρίζουμε
τόσο πολύ τη φράουλα και αφήνουμε σε δεύτερη μοίρα άλλα προϊόντα, ακόμη και
εξαγώγιμα, όπως η μαύρη σταφίδα, που είναι πολύ πιο φιλικά στο περιβάλλον και
την κοινωνία και που συνδέονται με την παράδοσή μας, με τα τοπία μας και με τη
διατροφή μας;
Η απάντηση από την κυβέρνηση στα παραπάνω είναι πάντα η
ίδια: θέλουμε μεγάλα οικονομικά μεγέθη για να δημιουργήσουμε «εθνικό πλούτο»
(που τον χρειαζόμαστε για να ξεπληρώσουμε…). Αν, όμως, μέσο επίτευξης «εθνικού
πλούτου» θεωρείται η γρήγορη εκποίηση φυσικών πόρων, η συγκέντρωση της
οικονομικής δραστηριότητας σε λίγα χέρια και η παράκαμψη πολιτιστικών,
κοινωνικών και περιβαλλοντικών περιορισμών, αυτό σημαίνει ότι, πρώτη από όλους,
η ίδια η κυβέρνηση δεν πιστεύει στη στρατηγική που καλείται να εφαρμόσει:
Ενώ μιλά για συνέργεια και καλοσχεδιασμένες οριζόντιες
πολιτικές, που θα αξιοποιήσουν το σύνολο των πλεονεκτημάτων μας και θα χτίσουν
γερή παραγωγική βάση και υγιή κοινωνία, στην πράξη δημιουργεί επενδυτικούς
μονόδρομους όπου λίγοι θα σωρεύουν πλούτο αδιαφορώντας για τα πάντα γύρω τους.
Για ένα τέτοιο «πλούτο», οι πολιτικές για το περιβάλλον, την κοινωνία, τον
πολιτισμό, όπως και κάθε μέριμνα για αειφορία, αποτελούν εμπόδιο, όχι
προϋπόθεση, όπως θέλει να μας πείσει η στρατηγική.
Β. Είναι πολιτική
επιλογή η κατεύθυνση του «επόμενου ΕΣΠΑ»
Σχεδιάζοντας τις κατευθύνσεις της
επόμενης προγραμματικής περιόδου, ακούσαμε επανειλημμένα ότι πρέπει πλέον «η αγορά να δείξει το δρόμο», «οι πολιτικοί να αφήσουν τους τεχνοκράτες να
οδηγήσουν», «οι υπηρεσίες να στελεχωθούν
με στελέχη από την αγορά» κ.ο.κ. Δεν διαφωνούμε ότι στελέχη «από την
πιάτσα» θα βοηθούσαν τη διοίκηση στην αποτελεσματικότητά της, όμως αυτό δεν θα
οδηγούσε σε πραγματικά κοινωφελείς επιλογές.
Για να γίνει σαφής η άποψή μας, ας
δούμε μερικούς στόχους με πραγματικό κοινωνικό αντίκτυπο:
- Στήριξη σχημάτων
κοινωνικής οικονομίας και συνεταιριστικών επιχειρήσεων με έμφαση σε τοπικό
επίπεδο.
- Ενίσχυση τοπικής
βιώσιμης διαχείρισης απορριμμάτων με μικρής κλίμακας τεχνολογίες με διαλογή
στην πηγή, ανακύκλωση, επαναχρησιμοποίηση και επεξεργασία οργανικών, με
στόχο μηδενικά απόβλητα.
- Ενίσχυση
δράσεων εξοικονόμησης ενέργειας σε δημόσια και ιδιωτικά κτίρια.
- Σύνδεση (πραγματική)
του τουρισμού με τον πολιτισμό, το περιβάλλον, τη γεωργία, την
κτηνοτροφία.
- Αναζωογόνηση της
υπαίθρου και ενδυνάμωση προτύπων που στηρίζουν τη διαβίωση σε χωριά και
μικρές πόλεις.
- Ορθολογική
διαχείριση υδατικών πόρων και εξοικονόμηση νερού.
- Αντιμετώπιση
– προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή..
Αν αφήναμε τους σημερινούς «νόμους της αγοράς» να καθορίσουν
την κατεύθυνση των πόρων, οι παραπάνω δράσεις δεν θα προωθούνταν ούτε στην
κλίμακα που πρέπει, ούτε με κοινωφελές σκεπτικό και δεν πρόκειται να ενταχθούν
στην οικονομική ζωή της χώρας.
Εμείς πιστεύουμε ότι η κατεύθυνση πόρων είναι αμιγώς
πολιτική ευθύνη. Ακόμη και οι «νόμοι της αγοράς» είναι νόμοι και πολιτικές που αποφασίζονται
και ψηφίζονται σε κοινοβούλια ή σε περιφερειακές αρχές. Άρα, εμείς, με
πολιτικές επιλογές, κατευθύνουμε τους πόρους, όχι «η αγορά».
Το αν λογαριάζουμε ως δείκτες μόνο τιμολόγια επιχειρήσεων
και όχι στοιχεία που έχουν αντίκτυπο στην κοινωνία είναι πολιτική επιλογή.
Το αν πριμοδοτούμε την έρευνα για έξυπνα ανταγωνιστικά
προϊόντα και όχι για αντισεισμική θωράκιση των κτιρίων ή προστασία των ακτών
είναι πολιτική επιλογή.
Το αν επιλέγουμε ως πρότυπο (μόνο) εκείνον που κατέκτησε
διεθνή βραβεία και όχι (και) εκείνον που έφερε ξανά ζωή στο χωριό του είναι
πολιτική επιλογή.
.
Όσο, λοιπόν, έχουμε την πολιτική ευθύνη, θα πρέπει να
πάρουμε εκείνες τις αποφάσεις υπέρ της κοινωνίας και του περιβάλλοντος, και όχι
να λέμε ότι ο κόσμος της αγοράς θα δείξει το δρόμο..
Γ. Η απατηλή υπόσχεση
της μόχλευσης και των ΣΔΙΤ
Η ευρεία εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα, όχι μόνο σε ότι αφορά την
επιχειρηματικότητα αλλά και σε «κοινωνικές υποδομές», «αστικές παρεμβάσεις»
κ.λπ., φαίνεται ότι θεωρείται από πολλούς ως προϋπόθεση επιτυχίας για την
υλοποίηση δράσεων και τη διαχείριση πόρων της επόμενης προγραμματικής περιόδου.
Σύμφωνα με όσα ακούσαμε, η θέση αυτή στηρίζεται σε δύο επιχειρήματα:
Πρώτον, αφού η διοίκηση απέτυχε να σχεδιάσει και να υλοποιήσει
σωστά το τρέχον ΕΣΠΑ (κανείς δεν διαφωνεί σε αυτό), θα πρέπει να ζητήσει τη
συνδρομή του ιδιωτικού τομέα στη νέα προγραμματική περίοδο. Δεύτερον, με τη
συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα θα «αυγατίσουν» οι διαθέσιμοι πόροι, είτε με
διαδικασίες μόχλευσης (σε εταιρικά σχήματα με τράπεζες και ιδιώτες), είτε με
Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) όπου μαζί με τα δημόσια θα
μπαίνουν και ιδιωτικά κεφάλαια ώστε να επιτυγχάνονται πιο φιλόδοξοι στόχοι.
Σεβόμαστε εκείνους που υποστηρίζουν καλόπιστα τα παραπάνω,
ελπίζοντας ότι κάτι θα αλλάξει προς το καλύτερο. Δεν πιστεύουμε όμως ότι θα
είναι έτσι. Κατ’ αρχήν, η ευθύνη για το σχεδιασμό και την παρακολούθηση της
υλοποίησης της Συμφωνίας Εταιρικής Συνεργασίας πρέπει να παραμείνει μια πολιτική
πράξη. Δεύτερον, ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που εξασφαλίζουν
περισσότερα διαθέσιμα κεφάλαια, δεν πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα το να
εντάσσουμε τους δημόσιους πόρους σε τεχνικές καθαρά κερδοσκοπικές (μόχλευση) ή
αμιγώς επενδυτικές (ΣΔΙΤ). Υπάρχει
μια σειρά από σοβαρούς λόγους γι αυτό:
-
Ο
δημόσιος τομέας δεν μπορεί ούτε να παρακολουθήσει ούτε να εξασφαλίσει διαφάνεια
και κοινωνικό έλεγχο σχετικά με τους χειρισμούς και τη «διαχείριση ρίσκου» που
προϋποθέτει η μόχλευση.
-
Οι
(πραγματικά) κοινωφελείς δράσεις με (πραγματικό) αντίκτυπο στην κοινωνία δεν
προσφέρονται για ιδιωτικές επενδύσεις που στοχεύουν στο κέρδος διότι διαχέουν
το οικονομικό όφελος σε πολλούς τομείς και όχι σε έναν. Για παράδειγμα, μια
αστική παρέμβαση για δίκτυο αδόμητων χώρων και μεταφορές σχεδιασμένη με αληθινά
κοινωφελές σκεπτικό θα βοηθήσει την τοπική αγορά, την παραγωγικότητα των τοπικών
επιχειρήσεων, την εξοικονόμηση πόρων για τους πολίτες, την υγεία, την
ψυχολογική διάθεση, την κοινωνική συνοχή κ.ο.κ. Θα φέρει, έμμεσα ή άμεσα,
μεγάλα οικονομικά οφέλη, τα οποία, ωστόσο, δεν μπορούν να κεφαλαιοποιηθούν από έναν
επενδυτή παρά μόνο από την κοινωνία στο σύνολό της. Αν εμείς επιμείνουμε να
συμμετέχουν ιδιώτες στο σχεδιασμό αυτών των παρεμβάσεων, ουσιαστικά θα αποκλείσουμε
τις πραγματικά κοινωφελείς δράσεις και θα εστιάσουμε σε όσες θα μπορούν να συγκεντρώνουν
οικονομικό αποτέλεσμα σε ένα τομέα - για παράδειγμα, μέσω εισιτηρίων ή
ενοικίασης χώρων. Στην ουσία θα έχουμε λιγότερο παραγόμενο πλούτο, όχι
περισσότερο – απλά θα τον καρπωθεί ένας – και επιβάρυνση στην τσέπη των πολιτών.
-
Η
εμπειρία από το JESSICA δείχνει ότι «νομοτελειακά» οδηγούμαστε σε «βαριά» σχήματα που – ίσως
λόγω επιλογής των τραπεζών – ασχολούνται μόνο με μεγάλες επενδύσεις και αποκλείουν
πιο προσιτές στο μέσο επενδυτή δράσεις. Χαρακτηριστικά, η τράπεζα της σύμπραξης
του JESSICA στη
Δυτική Ελλάδα, αναζητούσε «πέντε προγράμματα άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ το
καθένα». Τέτοιες πρακτικές δεν θα βοηθήσουν στην επόμενη προγραμματική περίοδο
όπου οι πόροι θα είναι περιορισμένοι και θα χρειαστεί αυστηρή ιεράρχηση
προτεραιοτήτων και εξοικονόμηση πόρων σε κάθε δράση. Εμείς είχαμε προτείνει και
μικρότερες επενδυτικές προτάσεις στο JESSICA (π.χ. στη διαχείριση απορριμμάτων
με μικρές κοινωνικές επιχειρήσεις) - κάτι τέτοιο, όμως, φαίνεται να είναι
εντελώς έξω από τη φιλοσοφία «εντάσεως κεφαλαίου» και μεγέθυνσης που απαιτούν
οι διαδικασίες μόχλευσης.
-
Οι
τελικές επιλογές στις ΣΔΙΤ δεν θα
καθοριστούν από το δημόσιο συμφέρον, ούτε καν από την υγιή ανταγωνισμό. Θα
επιβληθούν από τα πανίσχυρα λόμπι του ιδιωτικού τομέα και ιδίως από τον
κατασκευαστικό κλάδο. Έτσι, θα έχουμε μια μονομερή έμφαση σε βαριές υποδομές
και σε ακριβά projects, ακόμη και όταν θα υπάρχουν εναλλακτικές και πιο οικονομικές
λύσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα εργοστάσια διαχείρισης απορριμμάτων
(των μοναδικών ΣΔΙΤ που ‘προχωρούν’ προς το παρόν), τα οποία ουσιαστικά
αντιμάχονται την οικονομική οικολογική διαχείριση με διαλογή, ανακύκλωση,
κομποστοποίηση κ.λπ.
Δ. Έκκληση προς την Περιφέρεια: «ενεργοποιήστε τις υγιείς δυνάμεις της
κοινωνίας».
Όλοι συμφωνούν ότι η διαμόρφωση της στρατηγικής για την επόμενη
προγραμματική περίοδο πρέπει να γίνει με διαδικασίες από κάτω προς τα πάνω (bottom up) και όχι το αντίθετο (top down). Έτσι θα εμπλακούν όλες οι υγιείς
δυνάμεις της κοινωνίας και όχι μόνο οι «καθ’ ύλη αρμόδιοι» σε κάθε τομέα. Μόνο
έτσι θα ενταχθούν οι σωστές δράσεις, θα γίνει αντικειμενική ιεράρχηση
προτεραιοτήτων και θα επιτευχθεί η πολυπόθητη συμπληρωματικότητα και συνέργεια
μεταξύ των διαφόρων θεματικών προτεραιοτήτων.
Η διαδικασία αυτή προϋποθέτει ότι σε ένα πρώιμο στάδιο γίνεται
συζήτηση και συγκεντρώνεται κάθε άποψη και κάθε ιδέα από συλλόγους, οργανώσεις,
φορείς, απλούς πολίτες, πολιτικές παρατάξεις. Στη συνέχεια, διαμορφώνονται πιο
συγκεκριμένες δράσεις και, όσο προχωρούμε, εξειδικεύουμε περισσότερο και
εμπλέκονται οι πιο «ειδικοί». Στο τέλος έρχεται η πολιτική νομιμοποίηση στο
Περιφερειακό Συμβούλιο. Με βάση αυτό το ιδανικό σενάριο, εμείς έχουμε να
παρατηρήσουμε τα εξής:
-
Ως
παράταξη, δεν έχουμε προσκληθεί σε συνάντηση σε πρώιμο στάδιο για να
συζητήσουμε και να καταθέσουμε προτάσεις - όχι γενικές απόψεις, όπως τώρα. Αργότερα,
φυσικά, θα κληθούμε να τοποθετηθούμε σε ήδη διαμορφωμένα σχέδια. Τότε, όμως, όχι
μόνο θα είναι αργά για να ενσωματώσουμε δικές μας ιδέες, αλλά μπορεί και να
χαλάσουμε ότι καλό θα έχει φτιαχτεί. Άλλο πράγμα, λοιπόν, η ψήφιση μιας
στρατηγικής και άλλο η διαμόρφωσή της. Σε αυτήν δεν συμμετέχουμε, όπως δεν
συμμετέχουν και πολλοί δραστήριοι τομείς της κοινωνίας.
-
Η
Περιφέρεια επιμένει ότι κάνει «ανοιχτές συναντήσεις» και «προσκλήσεις» και
τηρεί την bottom up διαδικασία. Τελικά, όμως,
συμμετέχουν μόνο οι άμεσα ενδιαφερόμενοι (π.χ., Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις) ή οι
«αρμόδιοι» φορείς και οι Δήμοι. Δεν υπήρξε ευρεία συμμετοχή στην κρίσιμη πρώτη φάση.
Αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό είναι δύσκολο και δεν έχει καμία σχέση με τη μέχρι
τώρα πρακτική. Είναι όμως απαραίτητο. Η Περιφέρεια οφείλει να ενεργοποιήσει τις
υγιείς δυνάμεις της κοινωνίας που δεν έχουν πρόσβαση σε κέντρα διαμόρφωσης
πολιτικής ή λήψης αποφάσεων. Ας πάρουμε,
για παράδειγμα, τομείς όπως η κοινωνική ένταξη, η αντιμετώπιση της φτώχειας, η
αποτελεσματική χρήση φυσικών πόρων και η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Πολλές
καλές πρακτικές προέρχονται από κοινωνικές πρωτοβουλίες που δεν σχετίζονται
ούτε με την αυτοδιοίκηση ούτε με κρατικές παρεμβάσεις ούτε με την
επιχειρηματικότητα. Η Περιφέρεια είναι ο μόνος θεσμός που κάνει
σχεδιασμό και που μπορεί να δώσει βήμα σε αυτούς.
-
Η
Περιφέρεια πρέπει επίσης να παρέμβει (ακόμη κι αν θεσμικά δεν έχει αρμοδιότητα)
και να κινητοποιήσει τον πρώτο βαθμό αυτοδιοίκησης ο οποίος, αντί να έχει
«σηκώσει τα μανίκια» και να ετοιμάζεται πυρετωδώς για την επόμενη προγραμματική
περίοδο, είναι βυθισμένος στις ‘παραδοσιακές’ πελατειακές σχέσεις και στην
καθημερινή γραφειοκρατία. Πρέπει επειγόντως να ενεργοποιηθούν τα άξια στελέχη
(στις τεχνικές υπηρεσίες ή αλλού) που μένουν ανενεργά. Αποτελεί ειρωνεία ότι η
«ενίσχυση
της ικανότητας των θεσμικών φορέων και μια αποτελεσματική δημόσια διοίκηση» είναι μία από τις 11 θεματικές
προτεραιότητες για την επόμενη προγραμματική περίοδο, ενώ τη χρειαζόμαστε περισσότερο
τώρα, στο σχεδιασμό. Ίσως οι πόροι του τρέχοντος ΕΣΠΑ μπορούν να
χρησιμοποιηθούν γι αυτό το σκοπό.
Τέλος, επαναλαμβάνουμε, για μια ακόμη φορά, ότι ο εξ ορισμού
αρμόδιος θεσμός γι αυτή τη συζήτηση θα ήταν η Περιφερειακή Επιτροπή Διαβούλευσης, η οποία δεν έχει ενεργοποιηθεί
ακόμη. Έτσι, χάνουμε τη δυνατότητα ουσιαστικής διαβούλευσης σε τέτοια κρίσιμα
ζητήματα.
Ε. Απογαλακτισμός από
την ακαταμάχητη γοητεία των μεγάλων έργων
Έντονη είναι η ανησυχία μας ότι η εμμονή στα μεγάλα έργα θα
επηρεάσει το σχεδιασμό για την επόμενη προγραμματική περίοδο. Ήδη, οι
Περιφερειάρχες ζητούν να συνεχίσουν τα Διαρθρωτικά Ταμεία να χρηματοδοτούν κλασικές υποδομές (π.χ.,
μεγάλα κατασκευαστικά έργα όπως δρόμους, λιμάνια) επειδή
ισχυρίζονται ότι «δεν έχουν ολοκληρωθεί τα έργα που χρειάζονται». Εμείς δεν συμφωνούμε.
Ο ισχυρισμός των Περιφερειαρχών ότι χρειάζεται «συμπλήρωση κρίσιμων υποδομών»
δεν αποτελεί αντικειμενική διαπίστωση. Πίσω από αυτό βρίσκονται η μονοδιάστατη
και βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι τα έργα αυξάνουν τον εθνικό πλούτο, οι
πανίσχυρες ομάδες πίεσης του κατασκευαστικού τομέα και το βραχυπρόθεσμο όφελος
από τις θέσεις εργασίας που τα κατασκευαστικά έργα συνεπάγονται.
Κατανοούμε, φυσικά,
την ανάγκη για εργασία, όμως ένα σοβαρό μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή κρίση
οφείλεται ακριβώς σε αυτό το σκεπτικό: στο ότι η παροχή θέσεων εργασίας αρκεί
για να ανεχθούμε υπερκοστολογημένα, άχρηστα (ή επιζήμια) και με μεγάλο κόστος
συντήρησης και διαχείρισης κατασκευαστικά έργα. Το να αντιμετωπίζουμε κάθε δημόσιο
έργο όχι ως επένδυση από την οποία αναμένουμε όφελος όταν ολοκληρωθεί – για
παράδειγμα, αν θα φέρει θέσεις εργασίας στον τουρισμό, αν θα μειώσει το κόστος
μεταφοράς προϊόντων κ.λπ. - αλλά απλά και μόνο ως θέσεις εργασίας κατά τη
διάρκεια κατασκευής του ήταν μια «νοσηρή» νοοτροπία από την οποία πρέπει να
απαλλαγούμε το συντομότερο (ακόμη και όταν η πίεση για θέσεις εργασίας είναι
τεράστια – όπως σήμερα).
Πιστεύουμε ότι, σε
μεγάλο βαθμό, οι πραγματικά «βασικές» υποδομές έχουν ολοκληρωθεί προ πολλού και
πως τα κατοπινά μεγάλα δημόσια έργα δεν μας απέφεραν «ανάπτυξη» παρά ένα
τεράστιο διαχειριστικό κόστος. Ας μην ξεχνάμε ότι η ύπαιθρος και ο πρωτογενής τομέας
βρίσκονταν σε άνθιση σε εποχές με πολύ λιγότερες «υποδομές» από ότι σήμερα.
Πιστεύουμε ότι η
επόμενη προγραμματική περίοδος αποτελεί ευκαιρία για να στραφούμε σε πράσινες
υποδομές ως απάντηση ακόμα και σε κλασικά προβλήματα έλλειψης υποδομών. Αυτό,
άλλωστε, θα είναι πολύ πιο εύκολα επιλέξιμο για χρηματοδότηση τόσο στις
αναπτυγμένες όσο και στις λιγότερο αναπτυγμένες ή υπό μετάβαση Περιφέρειες. Τέτοιες
υποδομές, που συνεπάγονται πολλές θέσεις εργασίας, μπορεί να είναι η βελτίωση
της ενεργειακής απόδοσης των κτηρίων, η εξοικονόμηση νερού και άλλα έργα
προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Για παράδειγμα, η εγκατάσταση δικτύων
στάγδην άρδευσης ως προσαρμογή στην έλλειψη νερού λόγω κλιματικών αλλαγών είναι
περισσότερο συμβατή με τους στόχους της στρατηγικής παρά η κατασκευή συμβατικών
αρδευτικών δικτύων.
Στ. Αποκέντρωση:
μπορεί, πρέπει και, τέλος πάντων, δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα.
Πιστεύουμε στην αποκέντρωση και πάγια θέση μας είναι ότι ο
σχεδιασμός και η διαχείριση των πόρων που αφορούν στο γεωγραφικό χώρο κάθε
Περιφέρειας πρέπει να είναι ευθύνη της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης. Αυτό
προϋποθέτει την εμπλοκή των Περιφερειών καθ’ όλη την προγραμματική περίοδο (όχι
μόνο κατά τη διαβούλευση). Στο Συνέδριο, ακούσαμε για δύο βασικές θέσεις της
ΕΝΠΕ:
- Να δοθούν οι πόροι απευθείας στις Περιφέρειες και να καταργηθούν τα
τομεακά προγράμματα. Είναι δεδομένο ότι τα Υπουργεία, δεν
μπόρεσαν να διαχειριστούν αποτελεσματικά το τρέχον ΕΣΠΑ. Προκειμένου να ανταποκριθούν
οι Περιφέρειες σε αυτή την πρόκληση, θα πρέπει να υπάρξει συνοχή στον σχεδιασμό
ώστε να τεθούν στόχοι εξειδικευμένοι σε κάθε Περιφέρεια και συμβατοί με τις
προτεραιότητες των διαρθρωτικών ταμείων.
- Τα προγράμματα να είναι πολυτομεακά και
να μπορούν να χρηματοδοτηθούν ταυτοχρόνως από διαφορετικά ταμεία.
Σε γενικές γραμμές αυτό προβλέπεται, αλλά απαιτεί πολύ καλό σχεδιασμό για συμπληρωματικότητα
δράσεων και όχι επικαλύψεις (δηλαδή όχι διπλή χρηματοδότηση για το ίδιο
αντικείμενο). Ένας καλός σχεδιασμός που θα επιτύχει συμπληρωματικότητα δράσεων μπορεί
να έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, η αλλαγή του ενεργειακού
μοντέλου και ένα σχέδιο εξοικονόμησης ενέργειας και προώθησης Ανανεώσιμων Πηγών
Ενέργειας στην Περιφέρεια μπορεί να χρηματοδοτηθεί από το Ευρωπαϊκό Ταμείο
Περιφερειακής Ανάπτυξης (π.χ. δημόσια κτίρια,
αναζωογόνηση πόλεων, συνέργιες περιφερειών για ενεργειακά αποτελεσματικά
Μέσα Μαζικής Μεταφοράς), το Ταμείο Συνοχής (εξοικονόμηση ενέργειας σε
κατοικίες), το Ευρωπαϊκό Ταμείο Γεωργίας και Αγροτικής
Ανάπτυξης (επεξεργασία κι ενεργειακή αξιοποίηση γεωργικών υπολειμμάτων
για παραγωγής ενέργειας) και Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (εκπαίδευση προσωπικού,
απόκτηση δεξιοτήτων και ικανοτήτων, επανένταξη στην εργασία σε σχετικούς τομείς).
Σε γενικές γραμμές συμφωνούμε
με τις παραπάνω προοπτικές, παρόλο που παραδεχόμαστε ότι συχνά οι Περιφέρειες
δεν είναι σε καλύτερη ‘επιχειρησιακή κατάσταση’ από ότι τα Υπουργεία. Πιστεύουμε ότι η
επόμενη προγραμματική περίοδος αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να
δοκιμαστεί η πλήρης αποκέντρωση στην πράξη επειδή:
-
Ο
σχεδιασμός με συμπληρωματικότητα δράσεων είναι εξ ορισμού δουλειά της
Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης. Εξ άλλου, δε χρειαζόμαστε «οριζόντιες», εθνικής
εμβέλειας, δράσεις αλλά πρέπει να εστιάσουμε στις ιδιαιτερότητες και τις
δυνατότητες κάθε περιοχής.
-
Ο
κοινωνικός έλεγχος στην Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση, αν και απέχει πολύ από το
ιδανικό, είναι περισσότερο εφικτός από ότι στην κρατική διοίκηση (Υπουργεία και
Αποκεντρωμένες Διοικήσεις). Αυτό θα εμποδίσει ένταξη έργων χωρίς πολιτική
νομιμοποίηση και με μόνη «διαφάνεια» την ανάρτηση στο διαδίκτυο. Παράδειγμα αποτελούν
οι δράσεις του τομεακού προγράμματος «Αλέξανδρος Μπαλτατζης», που υλοποιήθηκε
από τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις και κατέληξε σε ελάχιστη απορρόφηση λόγω και
των εξαιρετικά αμφίβολης σκοπιμότητας δράσεων που προκάλεσαν αντιδράσεις μόλις
μαθεύτηκαν. Τέτοια έργα δεν θα είχαν ενταχθεί από την αιρετή Περιφέρεια αφού δεν
θα εγκρίνονταν από όργανα στα οποία μετέχουν αιρετοί Σύμβουλοι.
Τονίζουμε ότι δεν τρέφουμε αυταπάτες για την κατάσταση που
επικρατεί αυτή τη στιγμή στις Περιφέρειες. Γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι η
υλοποίηση της Αποκέντρωσης θα οδηγήσει και σε προβλήματα. Γνωρίζουμε επίσης ότι
μια κεντρική παρέμβαση σε ένα Υπουργείο είναι συχνά πιο αποτελεσματική από το
να παρακολουθεί κανείς 13 Περιφέρειες. Ωστόσο, συνολικά, η κατάσταση δεν μπορεί
να γίνει χειρότερη εφαρμόζοντας την Αποκέντρωση στην πράξη, η οποία προσφέρει
και τις καλύτερες δυνατότητες για κοινωνικό έλεγχο.
Ζ. Τα αδέσποτα έργα
της απορρόφησης: να αφήσουμε πίσω μας τις παθογένειες του τρέχοντος ΕΣΠΑ.
Η χώρα είναι γεμάτη με ημιτελή,
άχρηστα (συχνά επιζήμια) έργα που έγιναν με ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Έργα
που έγιναν και μας φόρτωσαν με μεγάλο κόστος συντήρησης και διαχείρισης, αλλά
και έργα που δεν έγιναν ενώ είχαν ενταχθεί, εκτοπίζοντας άλλα, ίσως καλύτερα.
Το ημιτελές τουριστικό περίπτερο που δεσπόζει της λίμνης του Πηνειού, αφού
κόστισε μισό εκατομμύριο ευρώ και άφησε χωρίς απορρόφηση άλλο τόσο, αποτελεί
χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το ίδιο ισχύει με το νέο λιμάνι του Αιγίου, που
ολοκληρώνεται χωρίς προοπτική χρησιμότητας. Πέρα από τη σπατάλη και τις χαμένες
ευκαιρίες, η διαχείριση των προηγούμενων ευρωπαϊκών κονδυλίων μας κληρονόμησε
δύο παθογένειες που έχουν ριζώσει βαθιά στη σκέψη της διοίκησης αλλά και της
κοινωνίας:
-
Ότι
τα ευρωπαϊκά κονδύλια είναι απλή εισροή πόρων που βοηθούν τη χώρα μέσω του
εργολαβικού κέρδους και των θέσεων εργασίας κατά τη διάρκεια των έργων και όχι
ως επένδυση με κοινωφελή χαρακτήρα και μακρόπνοη προοπτική. Έτσι, κεντρικό
μέλημα φυσικά είναι η περιβόητη απορρόφηση με κάθε τρόπο.
-
Ότι
η συνέργια και η συμπληρωματικότητα ανάμεσα σε διάφορες δράσεις και πολιτικές
(π.χ. περιβάλλον, χωροταξία, τουρισμός, πολιτισμός, κοινωνική πολιτική κ.λπ.) είναι
εμπόδια στην υλοποίηση έργων και όχι εγγύηση για την επιτυχία τους. «Αποτελεσματικός»
(π.χ., Δήμαρχος) δεν θεωρείται εκείνος που συνδυάζει πολιτικές και υλοποιεί
έργα με πολλαπλό όφελος, αλλά εκείνος που βρίσκει τρόπο να παρακάμψει τη
«νομοθεσία» (π.χ. για το περιβάλλον) και τις προδιαγραφές (π.χ. επιλεξιμότητα)
και καταφέρνει να επιβάλει και να υλοποιήσει τα έργα που επιθυμεί εκείνος ή μια
συγκεκριμένη ομάδα πίεσης. Και όταν, τελικά, ένα έργο δεν προχωρά επειδή
«αντιδρούν οι κάτοικοι», «δεν υπάρχει σχέδιο», «κόλλησε στο δασαρχείο, την
αρχαιολογία, το ΥΠΕΚΑ …», «δεν ήταν επιλέξιμες οι δράσεις» ή «έγινε το λιμάνι
αλλά δεν υπάρχει δρόμος» κ.ο.κ., το θεωρούμε απρόβλεπτο εξωτερικό πρόβλημα και
όχι αποτυχία σχεδιασμού. Αντί να ζητηθούν ευθύνες από εκείνους που σχεδίασαν
και ενέταξαν τα εν λόγω έργα, ρίχνουμε το βάρος «στο περιβάλλον που εμποδίζει
την ανάπτυξη», «στους κατοίκους που κοιτάνε το δικό τους συμφέρον» ή «στον
υπάλληλο που επιμένει να εφαρμόζει το νόμο» κ.λπ. Έτσι, αποτελεί παγιωμένη
πεποίθηση ότι για να έχουμε «αποτέλεσμα» δεν πρέπει να είμαστε σχολαστικοί σε
θέματα σχεδιασμού και εφαρμογής των νόμων και των προδιαγραφών.
Στην επόμενη προγραμματική περίοδο
αυτές οι νοσηρές καταστάσεις πρέπει να πάψουν με αποφασιστικό τρόπο. Για πρώτη
φορά, μας υπόσχονται ότι θα μετράει το αποτέλεσμα και η χρησιμότητα των έργων
και όχι η απορρόφηση και ότι θα προκρίνονται μόνο τα έργα που έχουν πολλαπλά
οφέλη και βρίσκονται σε συνέργεια με άλλες πολιτικές (περιβάλλον, χωροταξία, τουρισμός, πολιτισμός
κ.λπ.). Θα είναι έτσι;
Αντί για απάντηση, ας δούμε το πρώτο
δείγμα γραφής: το πώς διαχειριζόμαστε το τρέχον ΕΣΠΑ, το οποίο καλούμαστε να ολοκληρώσουμε
μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2015. Μέσα σε αυτό το διάστημα, στη Δυτική Ελλάδα πρέπει να
απορροφήσουμε 210 εκατομμύρια (70 σε κάθε χρονιά) από τα ΠΕΠ αλλά και άλλα
κονδύλια από κεντρικούς πόρους.
Εκείνο, δυστυχώς, που φαίνεται είναι
ότι προχωρούν ξανά έργα άλλης εποχής, εντελώς ξεκομμένα από σχεδιασμό και φορτωμένα
με προβλήματα. Ο ΧΥΤΑ στην Παπανικολού μέσα στην κοίτη ενός ρέματος και εναντίον
κάθε λογικής. Τα έργα «ανάπτυξης» της λίμνης Τσιβλού που θα καταστρέψουν το
τοπίο και στα οποία αντιδρά και το Εθνικό Πάρκο και το ΥΠΕΚΑ αλλά η διοίκηση
επιμένει, Το αεροδρόμιο της Ανδραβίδας που
προωθείται ως «πάγιο αίτημα της Ηλείας» ενώ απέχει μόλις 25 χιλιόμετρα
από το άλλο διεθνές αεροδρόμιο της Περιφέρειας στον Άραξο. Τα εργοστάσια
διαχείρισης απορριμμάτων (με ΣΔΙΤ και πόρους από τομεακό ΕΣΠΑ), τα οποία είναι συνήθως
ξεκομμένα από τη λογική μείωσης των απορριμμάτων (και τους στόχους για μείωση
των απορριμμάτων και ανακύκλωση μέχρι το 2020), διαλογής στην πηγή και, εν
τέλει, συμμετοχής και ευθύνης του πολίτη για λύση. .
Η ίδια λογική φαίνεται και από την
ενθουσιώδη πολιτική υποστήριξη που απολαμβάνει ένα άλλο «μεγάλο έργο» της
περιοχής – μολονότι δεν συνδέεται με το ΕΣΠΑ. Το Αυτοκινητοδρόμιο Πάτρας, το
οποίο σχεδιάζεται για να φέρει «ανάπτυξη» φιλοξενώντας διεθνείς αγώνες
ταχύτητας. Πρόκειται για ένα «ολυμπιακής εμπνεύσεως» έργο, σχεδιασμένο σε
εποχές ασύδοτης «αναπτυξιομανίας», οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με τη
σημερινή – κι όμως δεν αλλάζει τίποτα για εκείνους που το υποστηρίζουν. Πέρα
από το γεγονός ότι πρόκειται για έργο εντελώς άσχετο με κάθε άλλο σχεδιασμό και
όραμα για τη Δυτική Ελλάδα, είναι βέβαιο ότι θα καταλήξει ένα χορταριασμένο
ακίνητο με τεράστιο κόστος συντήρησης από του οποίου το τεράστιο βάρος διαχείρισης-συντήρησης
δεν θα ξέρουμε πώς να απαλλαγούμε.
Αναρωτιόμαστε πώς θα περάσουμε σε
μια νέα εποχή όταν ακόμη και την υστάτη ώρα μας διακατέχει η μονοδιάστατη ανάγκη
για απορρόφηση με κάθε μέσο και η μανία για μεγάλα κατασκευαστικά έργα.
Για την Οικολογική Δυτική Ελλάδα
Κ. Παπακωνσταντίνου, Περιφερειακός Σύμβουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου